σπαρταγενής

σπαρταγενής
-ές, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα σπάρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτα, πληθ. τού σπάρτον + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαρταγενῆ — σπαρταγενής producing the shrub spartos neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπαρταγενής producing the shrub spartos masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπαρταγενής producing the shrub spartos masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”